χουφτωσιά

χουφτωσιά
και φουχτωσιά, η, Ν
χούφτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χουφτωσ- /φουχτωσ- τού αορ. χούφτωσα / φούχτωσα τού χουφτώνω / φουχτώνω + κατάλ. -ιά (πρβλ. ριξ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χουφτωσιά — χουφτωσιά, η και φουχτωσιά, η χουφτιά, όσο χωράει μια χούφτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουχτωσιά — η, Ν βλ. χουφτωσιά …   Dictionary of Greek

  • φουχτωσιά — φουχτωσιά, η και χουφτωσιά, η αδραξιά, φουχτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”